- κατείργω
- κατείργω, ιων. τ. κατέργω και κατέργνυμι, αττ. τ. καθείργω και καθείργνυμι (Α)1. κλείνω σε κάποιο μέρος, κλείνω μέσα («κατεργνῡσι ἐς μέσα τὰ φρύγανα», Ηρόδ.)2. μτφ. περιστέλλω, περιορίζω («ἡ... κατείργουσα τῶν ἀνδρῶν τὴν φιλαρχίαν», Πλούτ.)3. φέρνω κάποιον σε δύσκολη θέση, πιέζω, καταπιέζω (α. «τὸ πολέμῳ καὶ δεινῷ τινι κατειργόμενον» — καθετί που διαπράττεται από την πίεση τού πολέμου ή κάποιας άλλης συμφοράς, Θουκ.β. «κατέργοντές τε πολλόν... τοὺς Ἀθηναίους», Ηρόδ.)4. επιγρ. πολιορκώ5. παρεμποδίζω, είμαι εμπόδιο6. αναβάλλω, βραδύνω, χρονοτριβώ («ἐπείγουσὺ κατείργεις», Ευρ.)7. μέσ. κατείργομαιαναγκάζομαι σε υποταγή.[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + εἴργω «κλείνω, εμποδίζω»].
Dictionary of Greek. 2013.